τράγειος

τράγειος
α, ο[ν] козлиный, козий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τράγειος" в других словарях:

  • τράγειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράγειος — α, ο / τράγειος, εῑα, ον, ΝΜΑ, και τράγιος, (ί)α, ον ΝΜ, και τράγεος, έα, ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. τραγεῖον, Α [τράγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, τραγήσιος (α. «τράγιο κρέας» β. «τῶν κρεῶν τὰ …   Dictionary of Greek

  • τραγείων — τράγειος of fem gen pl τράγειος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράγειον — τράγειος of masc acc sg τράγειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγείη — τράγειος of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγείου — τράγειος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγείῳ — τράγειος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράγεια — τράγειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγείας — τραγείᾱς , τράγειος of fem acc pl τραγείᾱς , τράγειος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράγεος — έα, ον, Α βλ. τράγειος …   Dictionary of Greek

  • τράγινος — η, ον, Α τραγήσιος, τράγειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»